- προκατάστασις
- -άσεως, ἡ, Α [προκαθίστημι]1. προεισαγωγή («τοιαύτης προκαταστάσεως γενομένης», Διον. Αλ.)2. φρ. «προκατάστασις τῆς διηγήσεως» — προδιήγηση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προκατάστασις — introduction fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκαταστάσεσι — προκατάστασις introduction fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκαταστάσεσιν — προκατάστασις introduction fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκατάστασιν — προκατάστασις introduction fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκαταστάσει — προκαταστά̱σει , προκαθίστημι appoint beforehand aor subj act 3rd sg (epic doric) προκαταστά̱σει , προκαθίστημι appoint beforehand fut ind mid 2nd sg (doric) προκαταστά̱σει , προκαθίστημι appoint beforehand fut ind act 3rd sg (doric)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκαταστάσεις — προκαταστά̱σεις , προκαθίστημι appoint beforehand aor subj act 2nd sg (epic doric) προκαταστά̱σεις , προκαθίστημι appoint beforehand fut ind act 2nd sg (doric) προκατάστασις introduction fem nom/voc pl (attic epic) προκατάστασις introduction fem… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκαταστατικός — η, όν, Α [προκατάστασις] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προεισαγωγή, προεισαγωγικός, προπαρασκευαστικός … Dictionary of Greek
προκαταστάσεων — προκαταστάσεω̆ν , προκατάστασις introduction fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκαταστάσεως — προκαταστάσεω̆ς , προκατάστασις introduction fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)